ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ;

[Το υλικό ελήφθη αυτούσια απομαγνητοφωνημένο, από συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν το έτος 1983 στην Πτελέα και εμπεριέχει αποσπάσματα μόνον των συνεντεύξεων που παραχώρησαν οι κύριοι: Ναζλής Κων/νος (παππού-Πετμεζάς) και Ιωαννίδης Κυριάκος (παππού-Κυριζής) και οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την ιστορία του χωριού Πτελέα καθώς και τον βίο τους στις γενέτειρές τους πριν να μετεγκατασταθούν στη σημερινή Πτελέα το έτος 1925]

 

1. Παππού –Πετμεζάς ή Ναζλής Κωνσταντίνος.

Γεννήθηκε το 1905 στο χωριό Ρουμκιού η σημερινή ονομασία Εφραίμ. Απόσπασμα από την συνέντευξη που παραχώρησε το 1983 αυτούσια: <<Του 1907 μας βουλγάρηψαν. Ήμασταν Ρουμιοί. Ήταν ικεί ρουμέϊκες δασκαλοί.Μιτά μας χώρισε η γραμμή. Ιμείς μιναμη στη Βουλγαρία. Η γραμμή πέραση πάνου μιριά απου του Σβήλιγκραντ, στο Σίβε Ράνγκια. Πέραση απού τα χουριά μας, απου την κατ΄μιριά και τνήχαμη τγραμμή κατ΄απου τα χουριά μας. Σταμάτση ικεί μέχρι του 1912-1913. Τότι γύρηψαν να κάψναν τα χουριά μας. Η Τουρκία έκαψη όλα τα χουριά  από ιδώ μέχρι του Γκιντικιού.
 Αυτά τα χουριά ήταν καμμένα κι ιδώ (σημερινή Πτελέα) στην εκκλησία τα σίδηρα ήταν κουμμένα. Τότι νκαψαν την εκκλησιά. Ύστιρα σκυνήγσαν σ΄Τούρκ. Μιτά ήρθαν Βούλγαροι. Μάζηψαν σ΄Τούρκ κι σ΄εκαψαν μες΄το Σιιμιλή σε μια αχυρώνα. Είχαν μαζέψ πουλύ κόσμου. Στα χουριά πέρα απου τγραμμή ζούσαν Έλληνες, Βούλγαροι, Τούρκ. Παντρεύουνταν οι Έλληνες Βουλγάρες. Τα ΄Κώστα η μάνα ήταν Βουλγάρα. Του Σιακιρτζή η μάνα, του νταή Γκιόργκι., μπάμπου Λόζου, μπάμπου Στόϊκι.Του 1917 μπήκη του κουμιτάτου του Βουλγάρκου να διαλέξ σ΄ ρωμιοί απου μεσ΄απου τ΄Βουλγαρία. Ο Βενιζέλος υπόγραψη καθ΄ένας να παρ΄την πίστητ. Αλλά η Ελλάδα απού δω δεν τους εδιουχνε. Αναγκάστηκη η Βουλγαρία απου δω που ήταν αυτοί (Βούλγαροι) στουν Άβαντα, Ντεντεαγάτς να φύγναν γιατί γίνουνταν στρατιώτ κι έπηρναν Ελληνικά όπλα. Είχαν έναν βαιβόντα κι πήγηναν κι παρουσιάζουνταν ικεί πέρα. Ύστηρα διάιρναν στα χουριά. Έπιαναν σ΄ρωμιοί, σ΄έδηρναν κι σ΄ανάγκαζαν να φύγναν. Κι έτσ΄αναγκάσκαν κόσμους να φύγναν. Να φύγναν όσοι έφκαν>>…
 Η άλλη συνέντευξη παραχωρήθηκε από τον Ιωαννίδη Κυριάκο ή παππού Κυριζή επίσης το 1983. Γεννημένος κι αυτός στο Ρούμκιου ή Εφραίμ. Σχετίζεται με την καθημερινότητα   εκεί στο Ρούμκιου, Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα. <<Ντα ήμασταν ικεί, πρώτα-πρώτα γω πήγα στου σχουλιό. Πήα μέχρι τετάρτ τάξη. Μετά τέλιουσα του σχουλιό. Ικεί προυί-προυί σκόνσαν. Έπηρνης τβιργίτσας, μάζιβης τα γιλάδια. Του βράδ΄έρουμασταν απ΄τα γιλάδια. Τι θα κάμναμι; Ούτι μαγαζιά, ούτι τίποτα. Έβγηναμη έξω, πήγναμη έπηζαμη κρυφτό, χόρηβαμη λίο.. Λέγαμη παραμύθια. Του προυί σκόνουμασταν, πάλι τα ίδια.   Μεγάλωσαμη λίο ικεί πέρα είχαμη μπαϊρια. Πήγναμη στου μπαϊρ τα γιλάδια βουσκώντας πηλικούσαμη κι κάνα-δυό παρμάκια. Πήγναμη του βράδ΄στου χουριό, τα πήγναμη στου μπακάλ.

   

Μια δραχμή, μισή δραχμή είχαν τότι. Ικεί ήταν φτώχεια.  Ήταν λίγοι που ήταν καλοκρατμένες. Μεις πρώτα-πρώτα ήμασταν πουλλά αδέρφια. Μπαμπάμ ήταν φτουχός. Δεν είχαμη ούτι ζυβγάρ ούτ΄να ουργώς. Ήταν Κασάπς τότι κι πήγνη έξω στα χουριά. Τούρκικα χουριά ήταν. Έκαμνη λουκάνικα, έκαμνη παστουρμά, έπηρνη καμιά δραχμή κι μας έπηρνη κάνα κιλό αλεύρ κι μας έφτιαχνη μάναμ ψουμί θυμάμη ντα ήμαν μικρός, τέσσιρα ή πέντι χρουνών μάναμ νοίκιασαν ένα χουράφι ικεί πέρα….Μετά μιγαλώσαμη λίγου, με τέτοια φτώχια. Μας πήρη μπαμπάμ ζιβγάρ. Χίρζαμη να κάμνουμη χουράφια. Αδερφόμ ήταν κόμα μιγάλος. Τα πράματα τότι τα πήγναμη στου μπαϊρ, τάβουσκαμη, τάπηφταμη του βράδ. Τνάνοιξ΄ πήγναμη κι του  χινόπουρου έρουμασταν. Όλου του καλουκαίρ΄ ικεί. Σ΄ κυριακές σ΄γιουρτές σαν παλικάρια έρουμασταν στου χουριό.
 

 Ύστιρα του βράδ΄, όταν τέλιουνη χουρός, σκιόνουμασταν του βράδ΄ώρα έντικα-δώδικα, κινούσαμη , μπορεί τρείς, τέσσιρις ώρες δρόμου στου μπαϊρ, που κιμούνταν τα πράματα. Του χουριό μας μπουρεί   νάταν τρεις ώρις απου κεί. Σκιόνουμασταν του προυί, πήγηνα στου χουριό, έπηρνα ψουμί. Κινούσα, έρουμαν πάλι.Ύστιρα, άμα τέλειουση αυτή η δουλειά, έναν γκιρόν Τσώκουδες. Σ΄ Τσώκου ο παππούς, ο μπαμπάτ ήταν κλέφτης. Είχαν βγουν κλέφτες μαζί με τουν πάππου-Γκασιάνα κι ένας ήταν τότι από του Κόζουλντζα κι έβγηναν. Στρατιώτες ήταν ούλοι αυτοί, έφυγαν. Είχε γίν μια αναμπουμπούλα κι αυτός, σ΄Τσώκου ο παππούς, αυτός ήταν σ΄ένα μέρους, τύληγαν Τουτσιάλα παππούς ήταν απου του Αρντζαλί. Ικεί ήταν ένα μέρους κι θέριζαν τσαίρια. Αυτόν τουν είχαν ως αρχηγό ικεί πέρα. Αυτός πούλσι χουράφι κι χόρτα απού κεί. Τουν ανακάλυψη του κράτους. Αυτός τι να κάμ; Έφυγη ύστιρα στου βουνό. Έφυγη. Κάνα-δυό χρόνια έκαμαν. Κι μεις με τουν μπαμπάμ, μπάγια πιδάκ ήμαν, πήαμη να πάρουμη διμάτια. Έναν γκιρόν μπαμπάμ χάθηκη ικεί. Πιρίμηνα γώ. Ύστηρα τουν ρώτσα. Που ήσαν; Λέει ήταν πάπου-Γιουβάνς, αλλά να μη δείξεις μη λέει μένα. Δεν έδειξα κι γώ. Ύστηρα αυτοί έκαμαν κάναν χρόνου…
 Ύστηρα ήρθη στρατός, τους ζητούση για να τους πιάσουν. Σ΄Τσώκου τουν μπαμπά πάναν κι του είπαν: Να πας όπου είνει μπαμπάς, να τους πεις να παραδοθούνη διότι άμα δεν παραδοθούν, θα τους σκουτώσουν Πάναν στρατός ικεί πέρα. Παραδόθκαν αυτοί. Μι του παράδουμα τους έφηραν στου χουριό, τους δώθκη αμνηστία. Αυτοί ήταν να τους σκουτώσουν.


 
 

Επιμέλεια: Αλεξιάδης Δημήτρης

   

Συνέχεια Επόμενη σελίδα »