ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ;

Ακολουθεί ένα απόσπασμα αφηγηματικό, στην ουσία πρόκειται για αυτούσια απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη που ελήφθη το έτος 1983 στο χωριό ή Δημοτικό Διαμέρισμα Πτελέας του Δήμου Τριγώνου από τον Κύριο Ναζλή Κων/νο. Το αποτέλεσμα αυτό αποτελεί τη συνέχεια προηγούμενου δημοσιεύματος, κατά την τελευταία έκδοση της δημοτικής εφημερίδας το ΄΄Τρίγωνο΄΄. Η γλώσσα στην οποία αποτυπώνεται η αφήγηση ίσως ξαφνιάζει ορισμένους αναγνώστες για το είδος της, αλλά είναι η τοπική διάλεκτος του χωριού Πτελέα.

 

Ναζλής Κων/ ή παππού Πετμεζάς:

 

΄΄ Επειδής τότε μίλσα ελληνικά, μ΄έπιασαν μεσ΄στου ντικιάν, δεν μπόρσαν όμως να μι σκουτώσουν. Πέντι σφαίρις έρξαν μέσα που ήμαν ιγώ και καμμιά να μη μι πιάσ΄. Όταν είνι να ζήσεις, δεν σι πιάν η σφαίρα. Να  έτσ΄ για πως ήταν όξω, γώ ήμαν δω στου τσάπ. Αυτός τραβούση. Όταν άδειαση του όπλου τ΄, πέταθκα γω πάνου τ΄, τουν πλάκουσα. Αυτός μιτά φώναξη βοήθεια. Ικεί ήταν κόσμους πουλύς. Γίνουνταν παναϊρ. Ικεί ήταν κι ένας χουρουφύλακας. Βγήκη ντε να μη γλυτώσ΄. Αλλά δεν μπόρση. Μι τραβούν ένα κουντάκ στου κιφάλ. Έπησα κάτου. Ο χουρουφύλακας πέφτ΄απάν σι μένα. Αυτοί όσου έδειραν, έδειραν τουν χουρουφύλακα. Αυτουνού του κρέας το ΄καμαν μαύρου. Κι ιγώ ένα κουντάκ μουν που έφα στου κιφάλ, κι έπησα απού κατ΄. Σκόθκα. Ύστηρα έφκα. Κι αν δεν έρξαν φυσίγγια κατόπ’ μου, μεσ΄στουν κάμπου. Κείνους ου κάμπους ήταν σαν τα μπουστανλίκια. Έφκα απού ικεί. Δεν μπόρσαν να μη πιάσουν. Παένου ύσταρα στου χουριό. Ικεί ήταν Τούτουσα νταή Παράσχους, σ΄Κουλίγκας μπαμπάς. Τουν λέου: ΄΄Γω φεύγου για τ΄ν΄Ελλάδα μουναχός. Λέει «Δεν μπουρείς να φύγς. Η γραμμή είνη φραγμέν. Δυο μέτρα πέτρα κι σύρμα. Δεν μπουρείς να πηράσης. Λέου «καλά». Γύρσα κι στάθκα. Πόσουν γκιρόν είχα σταματής. Μια βδουμάδα, δυο ήταν. Κι μι καλούν στου ίδιου του χουριό μέσα. Ικεί, πάλι στου ντικιάν. Γιατί μη κυνηγούσαν; Επειδή μιλούσα ούλου ελληνικά. Γω ήξηρα τα ελληνικά του ίδιου μη τα βουλγάρκα. Που του Τσιουρμέν Ντίμτσιους, κείνους μι μίλση ελληνικά.Αλλά δεν ήξηραμη αυτοί (χουρουφύλακες)  που ήταν ικεί. Αυτοί ήταν κρυφές. Απ΄αυτούς ένας είχη ένα ελληνικό πανταλουνάκ τσουλιάδικου. Του ξίφους τούχι μέσα. Όταν μίλσαμη μεις, χίρζαν να μας κυνηγούν γύρου στου παναϊρ. Ήμασταν ούλου τσουμπανέ. Δεν μπόρση να μας φτάς. Μιτά τουν πήραμη του μαχαίρ. Του παίρν΄ Πρόεδρους. Όταν τουν πήρη πρόεδρους, τότι μας έπιασαν κι μας έκλεισαν μέσα στην Κοινότητα. Κι αυτοί αδιάσκαν. Ι Καπειτάνιους αυτού που ήταν, σ΄λέει. «Αυτόν θα τουν κόψουμη τώρα». Ο κόσμους πλάκουση στην πόρτα. Τι να κάμουν; Να μι γλυτώσναν. Κυνηγούν τουν κόσμου. Τότη τράβηξη ι καπετάνιους του όπλου να μη σκουτώς. Τουν τραβού μια. ¨Όταν πιτάθκα  απού τ΄θήρα η κουντούραμ που φουρούσα βγήκη κι δεν μπουρούσα να τρέξου πουλύ. Κι έφυγα πάλι. Δεν μπόρσαν να μη πιάσουν. Ύσταρα που καμόσουν γκιρόνμι καλάν ικεί πέρα. Γιμάτου αξιωματικοί κι στρατός ήταν, ικεί που ήταν του παναϊρ. Κι μι λέν: «Τι είση σύ; Γκραίκους ή Βούλγαρους». «Λέου τν΄αλήθεια. Είμι Γκραίκους. Κι ότι θέλτη κάντημη. Δεν μπορού να γυρίσου ν΄πίστιμ τώρα». Σκόθκη φτος απού ικεί. Έκατση ικεί. Κείνους ίδιους ι χουρουφύλακας μι λέει: «Σήκου να πάμη μες την Κοινότητα». «Να πάμη, λέου». «Αλλά λέει θα σι που ένα πράμα. Να διχθείς ότι ήσαν μισμένους. Ε, πως θα δειχθώ ότι ήμαν μισμένους;» Τουλέου. «Αυτή η ιστουρία που έγινη, πως θα διχθού;». «Οχ΄, μουν λέει αυτό θα σι ξυπλέν. Αλλά θα κάνου ένα πράμα λέει. Θα μπούμη μέσα. Σύ θα είση μπρουστά. Κι γω θα είμη που πίσου. Κι όταν πάρ΄να σ΄ανακρίν αυτός, ισύ θα μπεις που πίσω μ΄, για να μπουρέσης να πιταχτείς που ν΄πόρτα, Να φύγς». Μόλις μπήκα μέσα. Ήταν κάποιους δώ από του Σβίλινγκραντ που τουν έλεγαν «πρίσταπ», δηλαδή ανακριτή. Πήα μέσα. Μόλις μπήκα μέσα λέει: «Δώση μι του πιστόλς, δώση μι και του μαχαίρς». «Δεν έχου λέου ούτι πιστόλ, ούτι μαχαίρ. Κι αν είχα μαχαίρ, λέου, μπουρούσα να σκοτώσου εκατό». Γιατί ο κόσμους ήταν πληθισμένους κι γω ήμαν μες΄στουν κόσμου. Τότι, όταν είπα δεν είχα τίπουτα γώ, χουρουφύλακας μπήκη αμπρουστάμ. Κι κάμνη έτς. Κι γω πίσου-πίσου σύ πόρτα. Ήταν ικεί κάτι πιδιά. Ρίχνουμη που την πόρτα όξου κι έφυγα. Όταν έφυγα, τώρα τι τουν έκαμαν αυτόν δεν ξέρου. Γώ έφυγα. Πήγα στου χουριό. Σταμάτσα πόσουν γκιρόν. Δόθι κρύφκα, κείθι κρύφκα. Πέρασαν κάνας μήνας- δυό μήνις. Ύστηρα που έναν μήναν, τι να κάνουμη μεις. Πήραν τα χουράφια μας. Μας βάζναν να τ΄αλουνίζουμη κι του βράδ τα βγάζαμη που τ΄μηχανή. Όταν τα βγάζαμη που τ΄μηχανή του βραδ΄μαζέβουνταν κι έπηρναν του σταρ.


 

 

Τι να κάνουμη; Πάμη να ξαναβγάλουμη διαβατήρια, δεν μας αφήναν, για να πηράσουμη τ΄ γραμμή. Δεν μας επιτρέπναν. Τα στάρια μας τα πέρναν.  Μας φουνάζναν ένα βράδ σ΄ Ντραγανίδ΄του σπιτ. Ήμασταν έντικα νουματιέ, Έλληνες, στ΄Αρντζιαλί. Παένουμη ικεί. Πρώτα ρώτσαν σ΄Γκανίκ τουν μπα. Του λέν: Μπάτη Σταύρη, θα σι ρουτήσουμη μία ερώτηση, αλλά θα δείξεις την ισιάδα. Άμα ξέρου,λέει, θα σας δείξου. Τουν λέν. Πόσις παράδες έδουκτε τουν Τσώκου, σ΄ Γιάννη τουν μπαμπά. Δεν ξέρου, λέει. Κρυφά όμους ιμείς έβγαζαμη διαβατήρια. Αυτοί είχαν άλλουν σκουπό κι ιμείς άλλουν σκουπό είχαμη. Σκόνουν τουν νταήμ, τουν πάππου Μάτια. Κι αυτός έκαμνη πως δεν ήξηρη.

Αναγκάσκαμη τότι, τλι να πούμη μείς; Δεν μαρτυρούση καν κανένας. Μας κράτσαν μέχρι ώρα δώδηκα ή μία τη νύχτα. Τελευταία γω έβγαλα μιαν απόφας΄. Ήμαν τότι μέσα σν΄ηλικία. Αφού οι παλιοί δεν μαρτυρούν, κι του πράμα μαρτυρήθκη, θα του μαρτυρήσουμη. Έναν που μας ανάκρινη τουν έληγαν Γιάνγκου. Μπάτη Γιάνκου λέου. Αυτοί δεν του μαρτυρούν. Γω θα του μαρτυρήσου. Γιατί, λέει. Τι ξέρς σύ; Εγώ λέου, τουν Τσώκου τουν έδουσαμη σαράντα χιλιάδις λέβα. Για τα διαβατήρια τά δουστη τα λέβα; Για διαβατήρια λέου. Αυτός λέει. Ώστη κι διαβατήρια θα βγάλτη; Ε πως λέου. Θα φύγουμη απ΄ιδώ. Έτσι θα φύγητη; Δεν μπουρείτη να βγάλτη διαβατήρια. Γιατί δεν μπουρούμη; Αφού όλην τ΄μέρα, τα χουράφια θηρίζουμη, τ΄αλουνίζουμη, ούλου του σταρ του παίρνητη. Ιμείς, λέου, τι να κάνουμη; Θα αναγκαστούμη να φύγουμη, λέου. Θα φύγητη, λέει, αλλά οχ κι έτσι. Του΄τσια ι νταή Μήτης, Σπέγιου ι μπαμπάς, να πιάς να πει κι φτος. Είν΄αλήθεια. Σ΄άλλοις σ΄διώχναν.Αφήναν μένα κι φτον. Μας άφσαν μέσα. Πόμκα γω μέσα κι φτος. Έναν γκιρόν χίρζι να φέγγ΄. Μας παίρναν μας που κει μι τουν πάππου Πέγκιου. Μας κατηβάζναν ως του κουντουριάκ. Τι να κάνουμη ιμείς ικεί. Σκουπός έκατση απάν στου νόχτου. Γω έκατσα έτσι. Νταή Μήτης κάθητη` έτσι. Νήλιους χίρτζι να πυρών. Σκουπός νύσταζη.    Τουν Πέγιου τουν λέου: Αϊντι. Κίνσαμη μεις τώρα. Κει που φύλαγα γω, πιτιέμη μες΄στου Κουντουριάκ, κατ΄μιριά. Ήταν του μπαϊρ κουντά. Πιάσκαμη στου  μπαϊρ, κι φτός κατόπ. Φέβγουμη. Όταν έφκαμη μεις, σκουπός σκώθκη. «Στόι, στόι!». Του κουντουριάκ παέν έτς΄0. Μεις μες΄στου κουντουριάκ μια δώθι, μια κείθι. Φεύγουμη από κεί. Όλη την ώρα όξου. Τι έγινη μι σ΄άλλους, δεν ξέραμη. Νύχτουσαμη. Αλλά δεν μπορούμη να πάρουμη καμιά είδησ΄απου του χουριό. Ικεί ήταν μια βαθειά στράτα. Μείς ψώφσαμη πουν πείνα. Στα μπαϊρια τότι ήταν λησταί. Αυτοί που σκώτουσαν σ΄Γκαρνιτζή τουν Γιουβάν. Ικεί αντάμουσαμη τουν νταή Βάντσιου. Τουν λέου: Νταή Βάντσιου, ταντι; Για τουν αδιρφός δεν ενδιαφέρθηκης. Τουν λέου: Ξέρς τι θα κάμς. Ένα σουμούν ψουμί κι άλλου τίπουτα δεν θέλου. Πως θα του βγάλου, λέει. Τα ματζούρια μέσα είναι. Θα πας σπίτ λέου, κι θα μαλώσεις μη τ΄γυναίκας. Θα πεις. Δεν ήρθη μαρί γιλάδα. Ετσ κι ήγκη. Καβράντση ένα ψουμί κι ήρθη ικεί. Τι έγινη λέου, νταή Βάντσιου; Τώρα τι να κάνουμη μεις. Παένουμη στου Γκαβράν. Στου πηγαδάκι. Γκαβράν τουν λήγαν. Πίαμη ικεί. Μούσκηψαμη ψουμί, νιρό. Έφαμη. Σαν έφαμη τουν νταή Μήτη τουν λέου: Πόψε να φύγουμη σ΄Χαρμανλή. Λέει, γιατί; Λέου. Του πράμα του μαρτύρσαμη, θα πιάσναν τουν Τσώκου. Θα πιάσναν και τουν νταή Βασίλ και θα σκουτώσναν. Θα πάρναν κι σπαράδις. Κινούμη τότι μεις, πήγαμη σ΄Χαρμανλή. Του προυί ντα πύρωνη νήλιους, έφτασαμη μεις.Γω ήξηρα του γραφείου, που δούληβαν νταή Βασίλς και Τσώκους. Αυτοί τα δούληβαν τα διαβατήρια. Πήγα κι έκατσα όξου. Κοιτάζου νταή Δήμος έρτη πουν κατ΄μιριά. Σαν ήρθη, μουν μίγδη φτος λέει: Κουσταντή για νάρθης συ δώ, δλειά δεν είναι καλή. Λέου, του μαρτύρσαν του πράμα. Λέει: Τι μαρτύρστη. Προυψές μας είχαν στ΄ αφτό να μαρτυρήσουμη πόσις παράδις πήρτη που τουν κόσμου απ΄τ΄Αρτζιαλί, αλλά κι απ΄του Ρούμκιου. «Στου Ρούμκιου ήταν 200 φαμίλιες. Στου Αρτζιαλί 40 φαμίλιες.

 


 
 

Επιμέλεια: Αλεξιάδης Δημήτρης

Συνέχεια Επόμενη σελίδα »